- βόαμα
- βόᾱμα , βόαμαshriekneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βόαμα — βόαμα, το (Α) [βοώ] 1. δυνατή φωνή, κραυγή 2. ηχηρή μελωδία … Dictionary of Greek